καλλιάζω

καλλιάζω
καλλῐ-άζω,
A to be a member of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also [suff] καλλῐ-αρχέω, to be president of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, CIG3661.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλιάζω — (I) καλλιάζω (Μ) 1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον 2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλῶς]. (II) καλλιάζω (Α) είμαι μέλος τού δικαστηρίου κάλλιον (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II)* + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιᾷ — καλλιάζω to be a member of the fut ind mid 2nd sg (epic) καλλιάζω to be a member of the fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιῆς — καλλιάζω to be a member of the fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιον — (I) κάλλιον (AM) 1. (ουδ. συγκρ. βαθμού τού επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο 2. (ως επίρρ.) καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων]. (II) κάλλιον, τὸ (Α) (στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”